οστεόλυση

οστεόλυση
και οστεολυσία, η
(ιατρ.-φυσιολ.) καταστροφή οστού με εξαφάνιση τού πρωτεϊνικού στοιχείου και τών αλάτων τού ασβεστίου από τον οστίτη ιστό, που κατά τον ανασχηματισμό τών οστών είναι έργο τών οστεοκλαστών, ενώ ως παθολογικό φαινόμενο οφείλεται σε φλεγμονώδεις βλάβες, δυστροφικές καταστάσεις και σε καλοήθεις ή κακοήθεις όγκους τών οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteolysis < ὀστέον / ὀστοῦν + λύσις. Η λ., στον λόγιο τ. ὀστεόλυσις, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οστεολυτικός — ή, ό [οστεόλυση] (ιατρ. φυσιολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεόλυση ή αυτός που προκαλεί οστεόλυση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”